- κορινιφόρος
- (Corynephorus). Γένος φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες, ύψους μέχρι 60 εκ., με ταξιανθία επάκρια φόβη. Η κ. είναι ιθαγενής της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής και περιλαμβάνει πέντε είδη, από τα οποία τα σημαντικότερα είναι η κ. η υπόλευκη και η κ. η χαριτωμένη.
Dictionary of Greek. 2013.